Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Όσλο το

См. также в других словарях:

  • Όσλο — (Oslo). Πόλη (461 127 κάτ.) πρωτεύουσα της Νορβηγίας και της κομητείας Άκερσχους (4.917 τ. χλμ.). Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της χώρας, στους πρόποδες μερικών λοφωδών ανάγλυφων, στον μυχό του ομώνυμου φιορδ, που ανοίγεται στα Ν προς το Σκαγερράκη… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Σόρενσεν, Χένρικ Ίνγκβαρ — (Sorensen). Νορβηγός ζωγράφος (Βάρμλαντ 1882 Όσλο 1962). Σπούδασε στο Όσλο και στην Κοπεγχάγη και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, στην Ακαδημία και στη σχολή του Α. Ματίς. Υιοθέτησε μια πλούσια χρωματική ευαισθησία στη διακόσμηση που είχε σαν… …   Dictionary of Greek

  • Βίγκελαντ, Άντολφ Γκούσταβ — (Adolf Gustav Vigeland, Μάνταλ 1869 – Όσλο 1943). Νορβηγός γλύπτης. Σπούδασε γλυπτική στο Όσλο και στην Κοπεγχάγη. Το πρώτο του έργο ήταν ανάγλυφο εμπνευσμένο από την Ιλιάδα. Στα τριακόσια έργα που δημιούργησε, εξαιρετική θέση κατέχουν η Κόλαση… …   Dictionary of Greek

  • Άσμπγιερνσεν, Πέτερ Κρίστεν — (Peter CristianAsbjörnsen, Όσλο 1812 – 1885). Νορβηγός συγγραφέας και φυσιοδίφης. Σπούδασε ιατρική και φυσικές επιστήμες και έγραψε μελέτες με θέματα φυσικής και δασοκομίας. Δημοσίευσε επίσης συλλογές νορβηγικών λαϊκών παραμυθιών (1842, 1844,… …   Dictionary of Greek

  • Βάαγκε, Πέτερ — (Peter Waage, Φλεκεφιόρδ 1833 – Όσλο 1900). Νορβηγός χημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Χριστιανίας (σημερινό Όσλο) και υπήρξε μαθητής του χημικού Ρόμπερτ Μπούνσεν στη Γερμανία. Το 1862 έγινε διευθυντής του χημικού εργαστηρίου και καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • Γκόλντσμιτ, Βίκτορ Μόριτς — (Victor Moritz Goldschmidt, Ζυρίχη 1888 – Όσλο 1947).Νορβηγός ορυκτολόγος. Καθηγητής της κρυσταλλογραφίας και της πετρογραφίας στο Όσλο, θεωρείται πρωτοπόρος της γεωχημείας και της κρυσταλλοχημείας. Μελέτησε για πολλά χρόνια τα μεταμορφωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • Γκούλντμπεργκ, Κάτο Μαξιμίλιαν — (Cato Maximillian Guldberg, Όσλο 1836 – 1902). Νορβηγός χημικός και μαθηματικός. Καθηγητής των εφαρμοσμένων μαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Χριστιανίας (σημερινό Όσλο), διατύπωσε το 1864 σε συνεργασία με τον κουνιάδο του Π. Βάαγκε τον νόμο της… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Λι, Μάριους Σόφους — (Marius Sophus Lie, Νορντφιορντέιντ 1842 – Όσλο 1899). Νορβηγός μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Στο πανεπιστήμιο είχε ως καθηγητή μαθηματικών τον Σίλοφ, στη διδακτική ύλη του οποίου περιλαμβανόταν η έρευνα των Άμπελ και Γκαλουά στο αντικείμενο… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»